- προμνηστρίᾳ
- προμνηστρίᾱͅ , προμνήστριαwoman who woosfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμνήστρια — woman who woos fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστρια — ἡ, Α 1. η προξενήτρα 2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα τρια (πρβλ. υπομνήσ τρια)] … Dictionary of Greek
προμνηστρίας — προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem acc pl προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστρι' — προμνήστρια , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc sg προμνήστριαι , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστριῶν — προμνήστρια woman who woos fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστρίαις — προμνήστρια woman who woos fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστρίδας — προμνήστρια woman who woos fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστριαι — προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνήστριαν — προμνήστρια woman who woos fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek